-
1 ἐφίζω
I causal, in [dialect] Ep. [tense] aor. ἐφέσσαι, ἐφέσσασθαι:— set upon, once in Hom. in [voice] Act., τούς μ' ἐκέλευσα Πύλονδε καταστῆσαι καὶ ἐφέσσαι set me ashore, Od.13.274:—more freq. in [voice] Med., γούνασιν οἱσιν ἐφεσσάμενος having set [me] on his knees, 16.443: [tense] fut.ἐφέσσεσθαι Il.9.455
: imper.,με νηὸς ἔφεσσαι Od.15.277
; (Rhianus: ἐέσσατο codd.):— [voice] Med. also, reduce a dislocation, Hp.Mochl.25.II intr., sit at or by, abs., sit, Hom. only in Od., always in [tense] impf.,ἐφῖζε Od.3.411
, 19.55;ἔνθα.. ἐφίζεσκε 17.331
: later in [tense] pres.,βαρὺς δ' ἐφίζει A.Supp. 651
(lyr.); sitting upon.Pi.
N.8.2;ὕπνος.. βλεφάροισιν ἐφίζων Mosch.2.3
; D.;ἀμφὶ μήλοις Nic.Al. 478
; τηνεὶ γὰρ ἐφίσδει ([dialect] Dor.) Theoc.5.97.
См. также в других словарях:
εφίζω — ἐφίζω και δωρ. τ. ἐφίσδω (Α) 1. βάζω κάποιον να καθίσει («γούνασιν οἶσιν ἐφεσσάμενος» αφού μέ κάθισε στα γόνατα, Ομ. Οδ.) 2. αποκαθιστώ, επανατάσσω εξάρθρωση 3. (αμτβ.) κάθομαι 4. κάθομαι πάνω σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἵζω «καθίζω»] … Dictionary of Greek